- ἐνθρονίζει
- ἐνθρονίζωplace on a thromepres ind mp 2nd sgἐνθρονίζωplace on a thromepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθρονιστής — ἐνθρονιστής, ο (Α) [ενθρονίζω] αυτός που ενθρονίζει, που εγκαινιάζει … Dictionary of Greek
θρονιστής — θρονιστής, ὁ (Α) [θρονίζω] αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο … Dictionary of Greek